- συμμαχητής
- οθηλ. συμμαχήτρια1. αυτός που μάχεται μαζί με άλλον.2. συνεργάτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμμαχητής — ο, θηλ. συμμαχήτρια Ν 1. αυτός που μάχεται μαζί με άλλον ή μαζί με άλλους, συμπολεμιστής, συναγωνιστής 2. συνεκδ. συνεργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμάχομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δ. Γουζέλη] … Dictionary of Greek
παρασπιστής — ὁ, Α [παρασπίζω] 1. ασπιδοφόρος, οπλοφόρος που μάχεται κοντά σε άλλον 2. ο σύντροφος στη μάχη, συμμαχητής, συμπολεμιστής … Dictionary of Greek
συμπολεμιστής — ο, θηλ. συμπολεμίστρια Ν αυτός που πολεμά μαζί με κάποιον άλλο, συμμαχητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πολεμιστής. Η λ. συμπολεμιστής μαρτυρείται από το 1887 στον Χαρ. Άννινο] … Dictionary of Greek
συναγωνιστής — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητής νεοελλ. αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
Ογκαριόφ, Νικολάι Πλατόνοβιτς — (Πετρούπολη 1813 – Γκρήνουιτς, Λονδίνο 1877). Ρώσος ποιητής. Υπήρξε φίλος και συμμαχητής του Χέρτσεν και, όπως αυτός, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί: στο Λονδίνο (όπου εγκαταστάθηκε το 1856) και αλλού συνεργάστηκε ενεργά στα δημοσιεύματα του… … Dictionary of Greek
σύμμαχος — η, ο 1. συμμαχητής, συμπαραστάτης. 2. αυτός που συνδέεται με συμμαχία με κάποιον: Τα σύμμαχα κράτη δε θέλησαν να εμποδίσουν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)